αποκεφαλιστής

αποκεφαλιστής
ο (AM ἀποκεφαλιστής)
1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος
νεοελλ.
«Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς)
ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ' ανάμνηση του αποκεφαλισμού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκεφαλιστής — ο αυτός που κόβει το κεφάλι κάποιου, ο δήμιος· στη φράση « Αϊ Γιάννης ο Αποκεφαλιστής», το «Αποκεφαλιστής» είναι αντί του «αποκεφαλισθείς» (κατά το «Βαφτιστής» πιθανόν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρατόμος — καρατόμος, ὁ (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος, υλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοτόμος — κεφαλοτόμος, ον (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη τόμος, υλοτόμος] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοκόπτης — κεφαλοκόπτης, ὁ (Μ) αυτός που κόβει το κεφάλι, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κόπτης (< κόπτης < κόβω), πρβλ. νυχο κόπτης, χαρτο κόπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”